-
1 κατασπείρω
Aσπερῶ LXX
(v. infr.):—sow, plant,εἰς μήτραν ζῷα Pl.Ti. 91d
: metaph.,ἀνίας μοι κατασπείρας S.Aj. 1005
:—[voice] Pass.,ὁ κατεσπαρμένος σπόρος PMagd.7.8
(iii B.C.).II spread as in sowing, τοῦ χάρακος κ. [πυροβόλα] scatter them over.., Plu.Cam.34;αὐτοῖς αὔραν τινὰ κ. ἡ χώρα νότιον Id. Dio 25
:—[voice] Pass., to be spread abroad, dispersed,εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Pl.Lg. 891b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπείρω
-
2 παρατροπή
παρα-τροπή, ἡ,2 slight alteration, τοῦ ὀνόματος ib.376a, cf. Suid. s.v. χρεών; f.l. for παρεκτροπή, A.D.Synt.167.3;τρόπος ἐστὶ λόγος κατὰ παρατροπὴν τοῦ κυρίου λεγόμενος Trypho Trop.Praef.
II intr., deviation, τῆς ὁδοῦ ib.1106b ;εἰς τὸ νοσῶδες Apollon.
ap. Orib.7.19.5;εἰς τὸ παρὰ φύσιν Gal.18(1).181
.2 of the mind, aberration, error, Plu.2.40b, Iamb.Myst.3.25(pl.); perver sion, Plu.2.1104d.3 metaph., side-stream, Longin.13.3 (pl.); digression, Plu.2.855d(pl.), Luc.Dem.Enc.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατροπή
-
3 ἀπείραστος
ἀπείραστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείραστος
См. также в других словарях:
παρατροπή — η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ [παρατρέπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.) 2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῡ», Διον. Αρεοπ.) 3. (με… … Dictionary of Greek